απροσμάχητος

απροσμάχητος
savaşılamaz, yenilmez

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απροσμάχητος — ἀπροσμάχητος, ον (Μ) [προσμάχομαι] ακατανίκητος, ακαταμάχητος …   Dictionary of Greek

  • απροσμάχητος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πολεμήσει, ο ακατανίκητος, ο ακατάβλητος: Είχε τη σφαλερή αντίληψη πως ορισμένες αρρώστιες θα μείνουν για πάντα απροσμάχητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”